αυτογνωμονώ

αυτογνωμονώ
αὐτογνωμονῶ (-έω) (Α) [αυτογνώμων]
κάνω κάτι σύμφωνα με τη δική μου κρίση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αυτογνωμοσύνη — αὐτογνωμοσύνη, η (Μ) [αυτογνωμονώ] 1. το να ενεργεί κανείς κατά τη δική του γνώμη 2. το να επιμένει κανείς στη γνώμη του, η ισχυρογνωμοσύνη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”